Περπατούσαμε ώρες
ξυπόλητοι,
κουρελιασμένοι
γυμνοί, ντροπιασμένοι
Περπατούσαμε ώρες
μήνους πολλούς
πάνω σε πέτρες κι αγκάθια
σε χαράδρες και βουνά
σε κακοτράχαλα μονοπάτια
Περπατούσαμε ώρες
χρόνους πολλούς
μάτωσε η ψυχή μας πια
τα μάτια κόχεψαν και το στόμα ξεράθηκε
Περπατούσαμε ώρες
τυφλοί και παραδομένοι στον αγώνα
ανήμποροι να αναγνωρίσουμε
πως περπατούσαμε τον ίδιο δρόμο
Κάποτε σταθήκαμε
ήρθαν τρία σκυλιά κακόμοιρα κοκαλιασμένα
τα λυπόταν η ψυχή σου
κι άρχισαν να γλείφουν τα πληγιασμένα πόδια μας
Ήρθαν τρία σκυλιά η Μανία, ο Φόβος και το Μίσος
αγλείφαν τις πληγές μας κι η ψυχή μας στάθηκε
από την ζέση της γλώσσας και του χνώτου τους
Και πέρασαν ώρες
χρόνοι πολλοί
και τα σκυλιά θρέψαν από το αίμα
θέριεψαν κι άρχισαν να μας τρώνε
Οι πρώτοι αποχαυνωμένοι από τη γλύκα
της φροντίδας δεν κατάλαβαν
τα δόντια τα κοφτερά που τους κατέτρωγαν
Ύστερα κάποιοι θέλησαν να τρέξουν
μα η Μανία, ο Φόβος και το Μίσος
τους μυρίζουνταν
κι ευθύς χιμούσαν πάνω τους και τους κατασπάραζαν
Μονάχα εγώ ξένε σώθηκα, δεν ξέρω πως, και να ‘μαι τώρα ‘δω
να σου ξιστορώ, μα τι τα θες, έτσι είναι ο δρόμος του ανθρώπου πουθενά ο Θεός.
Κι ο ξένος αποκρίθηκε
Παντού ο Θεός μα όχι σε τούτο τον δρόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου