Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2012

Βιβλικό τάμα



«Η πίστη βαθιά...» μου ψιθύρισε στ’ αυτί  
«…καινούρια αρχή…» συνέχισε
«…αναπάντεχο απάνθισμα…» και μου τράβηξε το χέρι
«…τύφλωση, φως…» δεν καταλάβαινα πια
«…και πάλι…» αλλά έμενα χωρίς να κουνιέμαι
«…καινούρια αρχή…» ξανά είπε
«εις υγείαν» και τότε κοιταχτήκαμε ξανά και τότε γνωριστήκαμε. 

Κάποτε, ίσως να ‘ταν και τέτοια εποχή, γνωρίστηκα με ένα βιβλίο. Ήταν ένα βιβλίο του δρόμου. Αλητάκι. Απ’ αυτά του book crossing που λένε. Με ξελόγιασε το εξώφυλλο. Αυτό που με κέρδισε όμως, ήταν η αφιέρωση στην πρώτη σελίδα. Σαν να είχε γραφτεί για μένα. Όχι όχι, για μένα είχε γραφτεί σίγουρα. Εγώ κρατούσα το βιβλίο, για μένα και η αφιέρωση. Σε ευχαριστώ να ξέρεις εσένα που την έγραψες. Άλλωστε στις 9 Φεβρουαρίου του 2005 νομίζω πως δεν ήμουν καλά. Σ’ ευχαριστώ για το βιβλίο. Οι «Φωτιές» τις Μαργκερίτ Γιουρσενάρ έγινε ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία.

Το κείμενο αφιερούται, στο "περίεργο" μεν αλλά πολύ ενδιαφέρον ιστολόγιο «Αφιερώσεις Συγγραφέων» του Βιβλιοθηκάριου για την εκατοστή ανάρτησή του και είναι μέρος του δι-ιστολογικού αφιερώματος «Αφιερώσεις σε βιβλία».





Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Ή μήπως όχι;



 

Αγάπη είναι

ν’αφήνω το φως της εξώπορτας αναμμένο να δεις να μπεις
       να αντέχω την σιωπή σου
να πίνω για να σ’ αγαπώ περισσότερο
       να μην είμαι εκεί όταν δεν με θες

Αγάπη είναι
                      
   να μου μυρίζουν μπιφτέκια ενώ μαγείρεψες φακές
           να γελάω για να γελάς
   να μην υπάρχει αύριο κι εγώ να σου μιλάω για το μεθαύριο
               να με νοιάζει

Αγάπη είναι

να σου λέω άντε γαμήσου όταν κάνεις μαλακία
να ζητάω την αλήθεια σου
να γονατίζω για να σε πιάσω
να προσεύχομαι για σένα κι ας με χλευάζεις
 
Αγάπη είναι

να θες να με κουβαλήσεις ενώ είσαι παράλυτος  
να με κοιτάς στα μάτια
     να ακούς τη φωνή μου με την καρδιά σου
να χαρίζεις αυτό που θα σου λείψει πιο πολύ

Αγάπη είναι

να μην ξέρεις τι είναι αγάπη
    να μην ζητάς ανταλλάγματα
       να κοιτάς με τα δικά μου μάτια
να με ακούς


Αγάπη είναι
                                να ζητάς συγγνώμη ||
                   να αγκαλιάζω τη θλίψη σου
                                να μην τα παρατάς||
                   να σου το λέω
        να μην έχεις εγωισμό||
να απλώνω το χέρι μου να πιαστείς
        να ακουμπάς πάνω μου||
 να επιμένω
        να περιμένεις||
να δίνω|| να δίνεις||







Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Βλέπω ακόμα



έστριψαν δειλά από το στενό σπρώχνοντας το καρότσι τους. στο βλέμμα αγωνία. πινγκ πονγκ με τα μάτια πάνω κάτω το στενό. μία φορά. δύο φορές. ύστερα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και προχώρησαν στο στενό. μόνο τα μάτια τους είδα. μόνο τον φόβο τους είδα.

-------------------------------

 βλέμμα ψυχρό. παγωμένο. το κάποτε κοντινό μου. μάτια χωρίς γιατί πια. είσαι τόσο μακριά όσο επέλεξες. δεν ξαναζεσταίνει το βλέμμα σου αν δεν δώσεις ψυχή.

«τα παγώμενα σου μάτια όταν βλέπει η ανταρκτική χλωμιάζει»

------------------------------- 

ένα πάρκο. ένα φεστιβάλ. δυνατή μουσική. μάτια κόκκινα από ουσίες, αλκοόλ, ξενύχτι. μάτια κόκκινα από αναζήτηση. κορμιά που διψούν για αλλαγή. βλέμματα κουρασμένα από το τίποτα. βλέμματα γεμάτα αγάπη που δεν μπόρεσε να δοθεί.


------------------------------

φωτιά. λάβα. σε κοιτάω. θέλω από τα μάτια σου να μπορέσω να μπω μέσα σου. παντού. να ξεχυθώ σ’ όλες τις φλέβες σου. το βλέμμα μου πάνω στο βλέμμα σου. στάζω έρωτα.


------------------------------
 
κάθε σου βλέμμα με καίει. με σκοτώνει. με διαπερνά. τα μάτια σου λεπίδες, ξυράφια ακονισμένα να κόψουν κάθε ελπίδα. 

«Αφού λοιπόν ξεχάστηκα και πέρασε σαν τρένο η ζωή από μπροστά μου με τα βλέφαρα κλεισμένα»

-----------------------------

κεφάλι κατεβασμένο. βλέμμα στην άσφαλτο. μαύρα μάτια. μαύρο δέρμα. φόβος σε κάθε κίνηση του. τα φοβισμένα μάτια του μου θυμίζουν πως είμαι ακόμα άνθρωπος.


Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Κάποτε

Ήμασταν κάποτε άνθρωποι.

Κάποτε. Τώρα; Σκιές, μόνο σκιές βλέπω.

Έχεις χάσει. Έχεις χάσει παραδέξου το. Μέσα σου βαθιά το ξέρεις. Κάτι βρήκες ναι. Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός όμως. Κράτα το τώρα γιατί το μετά το έχασες.

Με νύχια και με δόντια κρατιέμαι. Τι έφταιξα; Δεν το διάλεξα να γεννηθώ. Άλλοι το θέλησαν. Δεν βρίσκω να παρκάρω τη νύχτα αυτή. Θα κάνω κύκλους μια ζωή. Θα παρκάρω στην μέση του δρόμου. Να σταματήσω θέλω την κυκλοφορία. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει ψυχή. Μόνο νεκροί. Παντού νεκροί γύρω μου.

Βήχω. Φτύνω. Φτύνω αίμα, σπέρμα, ανάγκη. Ό,τι κι αν πεις έχεις δίκιο. Αλλά αξίζει περισσότερο αυτό που δεν λες. Τι φοβάσαι; Τι; Δείξε το τίποτα σου. Δείξε αυτό που δεν έχεις. Δεν θα σε κρίνω γιατί ξέρω. Έχω αυτή την ύπουλη γεύση στα χείλη μου. Ξέρω πως αυτά που κρύβεις εγώ τα έχω δει. Και δεν τα έκρινα. Εσύ όμως;

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Σφαγή

«Άντε γαμήσου μαλάκα!» ούρλιαξε με οργή και τα σάλια της πετάχτηκαν τόσο τοξικά που του ‘κάψαν το χέρι. Με όση δύναμη είχε της έχωσε μπουνιά στο στομάχι κι εκείνη διπλώθηκε στα δύο. Σηκώθηκε όμως. Του χύμηξε με ορμή. Μόλις είχε προλάβει να της γυρίσει την πλάτη. Με λύσσα το δάγκωνε στον σβέρκο. Την έπιασε από τα μαλλιά για να την κατεβάσει από πάνω του. Εκείνη χαιρέκακα έφτυσε το σκισμένο πουκάμισο από το στόμα της. Της έδωσε μια ανάστροφη σφαλιάρα. Γεύτηκε το αίμα από τα ούλα της και τα μάτια της έλαμψαν σχεδόν με ηδονή. Έσκυψε λίγο προς το πάτωμα, παραπλανητικά, κι όταν εκείνος πλησίασε διερευνητικά, σηκώθηκε απότομα χώνοντας του γονατιά στα γεννητικά όργανα και μια γερή κουτουλιά στο κεφάλι. Έπεσε κάτω ουρλιάζοντας «μαλακισμένη θα σε ξεσκίσω!». Παύση. Ανακωχή; Μάζεψε τις δυνάμεις του. Την βούτηξε από τα μαλλιά κι άρχισε να την κοπανάει στον τοίχο. Με μύτη σπασμένη και τα αίματα να τρέχουν στον τοίχο και στα χείλη της, γύρισε προς το μέρος του και βγάζοντας κραυγή αλαλαγμού έμπηξε τα νύχια της στο στήθος του ξεσκίζοντας την σάρκα. Σαν εκστασιασμένη μαινάδα του δάγκωσε το μάγουλο. Έφτυσε το κομμένο κομμάτι στο πάτωμα. Την έπιασε από τον λαιμό, σφίγγοντάς την μέχρι να δει τα μάτια της να γουρλώνουν. Τον κλωτσούσε παντού ξεριζώνοντας τούφες από τα μαλλιά του.

Έπεσαν κάτω και οι δύο. Πρώτη ξανασηκώθηκε εκείνη. Αργά. Την κοιτούσε χωρίς να θέλει ν’ αντιδράσει. Εκείνη σήκωσε την καρέκλα και με την πλάτη της άρχισε να τον χτυπάει στο κεφάλι. Λίγο πριν τον αποτελειώσει την κλώτσησε με το πόδι του. Εκείνη έπεσε πάνω στο σώμα του. Στο χέρι του κρατούσε το μαχαίρι της κουζίνας. Ούτε ξέρει πως είχε βρεθεί δίπλα του. Το μαχαίρι χώθηκε στον αφαλό της και η καρέκλα πέφτοντας στο κεφάλι του έκοψε την ανάσα του.

Νεκροί και οι δύο. Δύο νέοι νεκροί. Δύο υπεραιωνόβιοι γέροι. Αυτήν την έλεγαν Ελπίδα. Εκείνον τον φώναζαν Φόβο.