Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Κάποτε

Ήμασταν κάποτε άνθρωποι.

Κάποτε. Τώρα; Σκιές, μόνο σκιές βλέπω.

Έχεις χάσει. Έχεις χάσει παραδέξου το. Μέσα σου βαθιά το ξέρεις. Κάτι βρήκες ναι. Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός όμως. Κράτα το τώρα γιατί το μετά το έχασες.

Με νύχια και με δόντια κρατιέμαι. Τι έφταιξα; Δεν το διάλεξα να γεννηθώ. Άλλοι το θέλησαν. Δεν βρίσκω να παρκάρω τη νύχτα αυτή. Θα κάνω κύκλους μια ζωή. Θα παρκάρω στην μέση του δρόμου. Να σταματήσω θέλω την κυκλοφορία. Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει ψυχή. Μόνο νεκροί. Παντού νεκροί γύρω μου.

Βήχω. Φτύνω. Φτύνω αίμα, σπέρμα, ανάγκη. Ό,τι κι αν πεις έχεις δίκιο. Αλλά αξίζει περισσότερο αυτό που δεν λες. Τι φοβάσαι; Τι; Δείξε το τίποτα σου. Δείξε αυτό που δεν έχεις. Δεν θα σε κρίνω γιατί ξέρω. Έχω αυτή την ύπουλη γεύση στα χείλη μου. Ξέρω πως αυτά που κρύβεις εγώ τα έχω δει. Και δεν τα έκρινα. Εσύ όμως;

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Σφαγή

«Άντε γαμήσου μαλάκα!» ούρλιαξε με οργή και τα σάλια της πετάχτηκαν τόσο τοξικά που του ‘κάψαν το χέρι. Με όση δύναμη είχε της έχωσε μπουνιά στο στομάχι κι εκείνη διπλώθηκε στα δύο. Σηκώθηκε όμως. Του χύμηξε με ορμή. Μόλις είχε προλάβει να της γυρίσει την πλάτη. Με λύσσα το δάγκωνε στον σβέρκο. Την έπιασε από τα μαλλιά για να την κατεβάσει από πάνω του. Εκείνη χαιρέκακα έφτυσε το σκισμένο πουκάμισο από το στόμα της. Της έδωσε μια ανάστροφη σφαλιάρα. Γεύτηκε το αίμα από τα ούλα της και τα μάτια της έλαμψαν σχεδόν με ηδονή. Έσκυψε λίγο προς το πάτωμα, παραπλανητικά, κι όταν εκείνος πλησίασε διερευνητικά, σηκώθηκε απότομα χώνοντας του γονατιά στα γεννητικά όργανα και μια γερή κουτουλιά στο κεφάλι. Έπεσε κάτω ουρλιάζοντας «μαλακισμένη θα σε ξεσκίσω!». Παύση. Ανακωχή; Μάζεψε τις δυνάμεις του. Την βούτηξε από τα μαλλιά κι άρχισε να την κοπανάει στον τοίχο. Με μύτη σπασμένη και τα αίματα να τρέχουν στον τοίχο και στα χείλη της, γύρισε προς το μέρος του και βγάζοντας κραυγή αλαλαγμού έμπηξε τα νύχια της στο στήθος του ξεσκίζοντας την σάρκα. Σαν εκστασιασμένη μαινάδα του δάγκωσε το μάγουλο. Έφτυσε το κομμένο κομμάτι στο πάτωμα. Την έπιασε από τον λαιμό, σφίγγοντάς την μέχρι να δει τα μάτια της να γουρλώνουν. Τον κλωτσούσε παντού ξεριζώνοντας τούφες από τα μαλλιά του.

Έπεσαν κάτω και οι δύο. Πρώτη ξανασηκώθηκε εκείνη. Αργά. Την κοιτούσε χωρίς να θέλει ν’ αντιδράσει. Εκείνη σήκωσε την καρέκλα και με την πλάτη της άρχισε να τον χτυπάει στο κεφάλι. Λίγο πριν τον αποτελειώσει την κλώτσησε με το πόδι του. Εκείνη έπεσε πάνω στο σώμα του. Στο χέρι του κρατούσε το μαχαίρι της κουζίνας. Ούτε ξέρει πως είχε βρεθεί δίπλα του. Το μαχαίρι χώθηκε στον αφαλό της και η καρέκλα πέφτοντας στο κεφάλι του έκοψε την ανάσα του.

Νεκροί και οι δύο. Δύο νέοι νεκροί. Δύο υπεραιωνόβιοι γέροι. Αυτήν την έλεγαν Ελπίδα. Εκείνον τον φώναζαν Φόβο.