Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2012

Το σκουφί

Ο πρώτος προσπέρασε. Η δεύτερη άλλαξε πεζοδρόμιο. Ο τρίτος κοίταξε απαξιωτικά. Ο τέταρτος κούνησε το κεφάλι του. Εσύ σταμάτησες. Άγνωστο γιατί.

Ήταν βράδυ και περπατούσες βιαστικά όπως πάντα. Ένας νέος άντρας σε πλησίασε. Σχεδόν ανέκοψε την πορεία σου.

«Θα μου πάρετε κάτι να φάω;»

Τον περιεργάστηκες γρήγορα, φορούσε σκουφί και είχε μπροστά του, φορεμένο ανάποδα, ένα σακίδιο ανοιχτό. Το ένα χέρι του ήταν μέσα στην τσάντα σαν κάτι να έψαχνε.

«Είμαι άστεγος…» συνέχισε εκείνος κι εσύ μουρμούρισες «να σου πάρω κάτι να φας;»

«Είμαι πεινασμένος και παγωμένος» τον κοίταξες αυστηρά, έκανε μια μικρή παύση «ε ίσως να πάρω και ένα καφέ γιατί κρυώνω». Χαμογέλασες. Αμέσως έκανες κίνηση ν’ ανοίξεις την τσάντα σου. Είπες «αρκεί να μην πάρεις τίποτα άλλο» και τον κοίταξες στα μάτια κι ενώ άνοιγες το πορτοφόλι σου σκέφτηκες πως θα ήταν καλύτερα να του δώσεις χαρτονόμισμα και να φύγεις, πιο γρήγορη κίνηση, 5 ευρώ δεν πειράζει, ίσως να μην ήταν καλή ιδέα να σταματήσεις. Δεν βρήκες πεντάευρω. Δίπλωσες ένα εικοσάευρω και του το ‘δωσες χαμηλά στο χέρι όπως φίλευαν κάποτε οι γιαγιάδες τα εγγόνια τους.

«Σε ευχαριστώ! Είμαι φορέας του AIDS και μόλις βγήκα από το νοσοκομείο…» είπε κι εσύ ήδη είχες ξεκινήσει να φεύγεις όταν σχεδόν σου φώναξε «πώς να στο ανταποδώσω;» Γέλασες «να ‘σαι καλά, να ‘σαι καλά» είπες γρήγορα. Κι ο νέος με το σκουφί και την αργή ομιλία είπε «Να έχεις τις ευχές μου… είμαι καλό παιδί… πιάνουν…». «Ευχαριστώ, να ‘σαι καλά» ψέλλισες κι έφυγες βιαστικά…




Μήπως έπρεπε να του πάρεις κάτι να φάει; Δεν θα μπορούσες να έχεις περάσει μια ώρα μαζί του; Να πιεις ένα καφέ, να ακούσεις την ιστορία του; Όχι όχι… Μόνο τα λεφτά σου μπορούσες να δώσεις... Είκοσι ευρώ και λίγη τσαλακωμένη ανθρωπιά…