Τρίτη 17 Ιουλίου 2012
Ληθη
ειναι μερικα πραγματα ανεξηγητα. κατι σαν μεταφυσικες υποσχεσεις που καποιος σου εδωσε και γνωριζεις μονο εσυ. οπως το να διαβασεις κατι που το καταλαβαινεις μονο με τις αισθησεις σου. ο εγκεφαλος κανει τη λογικη επεξεργασια αλλα το μηνυμα χτυπαει αλλου. που; ξερεις αλλα δεν μπορεις να πεις. δεν μπορεις να πεις. οι λεξεις περασαν απο το ματι και χαθηκαν μεσα σου. παντου. μπηκαν παντου. Θες. θες να πεις αλλα δεν μπορεις. θες να πεις αυτο που νιωθεις αλλα οχι με λεξεις.
μια αγκαλια θα σου εκανα και λιγο πατ πατ στο κεφαλι. και θα ηθελα να σκεφτεις το ιδιο με αυτο που σκεφτομαι.
αλλα μετα συνερχεσαι. ειναι κι αυτο μες το παιχνιδι. και λες οτι οκ αποκλειεται να σκεφτηκε οτι κι εγω. αποκλειεται να μπαινει στο κεφαλι μου οπως δεν μπορω να μπω εγω στου αλλου.
καποια στιγμη θα ηθελα να δω με ανοιχτα τα ματια αυτα που βλεπω με κλειστα.
και ξερεις τι αλλο; θα θελα να διαβαζω μεχρι να μην θυμαμαι τιποτα αλλο παρα μονον αυτά που διαβάζω.
Λίθος (αναδημοσίευση από εδώ)
Να συλληφθείς να γεννηθείς να μεγαλώσεις να μοιάσεις να μάθεις να φέρεσαι να ζήσεις να χτίσεις ένα σπίτι να έχεις να μένεις μόνος τα βράδια στους τοίχους που μοιάζουν μ’ αυτά τα όρια που βάζεις για να έχεις να έχεις να έχεις.
Να βγεις να δεις κάποιον να θες να του πεις να μη βγει έξω και φυγει κι αυτός απ’ τη Γη.
Να τρομάζεις στα φρένα να χαζεύεις τα τρένα στα ταξίδια που πάνε μ’ επιβάτες με μάνες που κοιτάζουν εσένα που μοιάζεις στις κόρες στους γιους που θα ‘θέλαν να έχουν αν κάποιον αν ποθούσαν κανέναν μη όντας νεκρές.
Να πηδάς να τελειώνεις να τα λες και στους άλλους να σου μοιάζουν, να είναι όπως θα ‘θελες να ‘σαι αν δεν ήσουν εσύ όπως σ’ έμαθαν να ‘σαι στα τραπέζια των φίλων στο ποτό, στον καφέ που αιωνια θα πίνεις να ξεχνιέσαι στη μέθη να ξυπνάς τεχνητά να γαμάς γενικά ν’ αγαπάς ειδικά ν’ αναμένεις τον άλλον να σε παίρνει απ’ το χέρι να σου λέει δυο λόγια για να λες πως μια μέρα θα γίνεις Θεός.
Να κοιτάζεις για πάντα όλη μέρα καθρέφτες να μιλάς με τους ψεύτες να χαϊδεύεις τα λόγια εκείνων που οι γλώσσες τους γίναν μπαλόνια που κάποιοι θα σκάσουν στα κεφάλια εκείνων που λένε πως είναι οι σωτήρες του κόσμου της ουσίας οι Άλλοι.
Να γυρνάς λοιπόν σπίτι στην ασφάλεια του σύρτη στην κλειστή σου τη πόρτα ανδρειωμένος σαν πρώτα να φοβάσαι να τρέμεις το πρωί να δουλεύεις να νοικιάζεσαι να χεις λεφτά να ξοδεύεις στη μέθη αφού αλλιώς δε μπορείς.
Να χαϊδεύεις την Λίθο του σπιτιού την ουσία την εικόνα της Βίας για να λες πως μια μέρα θα σπάσεις καθρέφτες θ’ αφήσεις τους ψεύτες θ’ ανασάνεις αέρα θα πετάξεις πιο πέρα θα φύγεις, θα είσαι θα γίνεις εσύ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου